- κυστόλιθος
- ο мед. камень в мочевом пузыре
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυστόλιθος — ο βοτ. μεγάλη ενδοκυτταρική δομή που σχηματίζεται από διακλαδισμένη προβολή τού τοιχώματος στον εσωτερικό χώρο τού κυττάρου στην οποία αποτίθεται ανθρακικό ασβέστιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cystolith < cyst(o) (πρβλ. κυστε[ο] ) +… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek